- θειοκετόνες
- οιχημ.θειούχες οργανικές ενώσεις ανάλογες με τις κετόνες, με τη διαφορά ότι περιέχουν θείο αντί οξυγόνου στο μόριο τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. thiocetones < thio- (πρβλ. θείο[ΙΙ]) + cetones(βλ. λ. κετόνες)].
Dictionary of Greek. 2013.